ξεβρόμισμα

ξεβρόμισμα
το, -ατος
το αποτέλεσμα του ξεβρομίζω, ξελέρωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεβρόμισμα — το 1. το αποτέλεσμα τού ξεβρομίζω, η απαλλαγή προσώπου ή αντικειμένου από τη βρόμα 2. μτφ. διόρθωση μιας κακής κατάστασης, κάθαρση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”